-
1 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
2 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
3 вилка
1. тех. το δίχαλο, η διχάλα 2. (штепсельная) о ρευματολήπτης, η φίσα. переходная - προσαρμογήςο προσαρμοστήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вилка
-
4 избиратель
1. (авто) (переключения передач) о επιλογέας (των ταχυτήτων) 2 (тот, кто имеет право на участие в выборах) о ψηφοφόρος, ο εκλογέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > избиратель
-
5 картер
ο στροφαλοθάλαμοςτο κιβώτιο του στροφαλοφόρου άξοναразг. το κάρ-τερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картер
-
6 педаль
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > педаль
-
7 переключение
η αλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переключение